- προκαταπέμπω
- προκατα-πέμπω,A send down in advance,
τὸ Σαρακηνῶν ἱππικόν Eun. Hist.p.240D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ Σαρακηνῶν ἱππικόν Eun. Hist.p.240D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταπέμπω — Α στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπέμπω «στέλνω προς τα κάτω»] … Dictionary of Greek
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek